- προσκέφαλα
- Μεπίρρ. κοντά στο κεφάλι («ἔκειτο δὲ προσκέφαλα τοῡ λειψάνου», Μαλάλ. Ι.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. κατα-κέφαλ-α)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκέφαλα — προσκέφαλον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek
τυλυφάντης — και τυλοφάντης, ου, ὁ, Α υφαντής καλυμμάτων για προσκέφαλα … Dictionary of Greek